Από τους αρχαίους Έλληνες φιλόσοφους κι επιστήμονες θεωρήθηκαν ως «θεϊκές» ορισμένες έννοιες και εφαρμογές, όπως αυτή της τήρησης του «μέτρου», της «χρυσής τομής» και της «αναλογίας» και αναλύθηκαν σε βάθος.
Αναζητώντας και μελετώντας τους κανόνες λειτουργίας της φύσης, προσπαθώντας να ευχαριστήσουν τους θεούς τους και λατρεύοντας την τελειότητα, πρώτοι οι Έλληνες κατανόησαν, χρησιμοποίησαν και δίδαξαν την πρακτική εφαρμογή αυτών των εννοιών, όχι μόνο σ’ ό,τι αφορά στα δημιουργήματα των χεριών, αλλά και σ’ ό,τι αφορά στη συμπεριφορά ανθρώπου προς άνθρωπο και ανθρώπου προς τον εαυτό του. Γενικότερα, η πιστή τήρηση του «μέτρου» και της «αναλογίας» κατά την άποψη και διδασκαλία τους, δημιουργούσε αφενός χρήσιμες και ολοκληρωμένες προσωπικότητες και αφετέρου θαυμαστά έργα από πλευράς των δημιουργών.
«Θεϊκούς» θεωρούσαν και όσους μαθηματικούς τύπους και αριθμούς υπηρετούσαν -από επιστημονικής πλευράς- σωστά αυτές τις έννοιες, όπως πχ. την αναλογία 1.618:1 («χρυσός αριθμός Φ») που τους οδηγούσε σε «άριστα» αποτελέσματα. Αυτός ο ιδιαίτερος αριθμός κρύβεται πίσω απ’ το αριστούργημα του Παρθενώνα, τα αγάλματα, τα αντικείμενα καθημερινής τους ζωής στις προθήκες των μουσείων, όπως αιώνες αργότερα χαρακτήρισε και το διαχρονικό πρότυπο του αρμονικού ανθρώπινου σώματος στο διάσημο σχέδιο του Λεονάρντο ντα Βίντσι.
«Αρχέτυπο»
Η έννοια του «αρχέτυπου» ορίζει το αρχικό πρότυπο, το πρωτότυπο, το υπόδειγμα…
Και ο κίονας, η κολόνα, δεν είναι παρά ένας στύλος από ξύλο, πέτρα ή μέταλλο που στηρίζει μια στέγη. Η χρήση του κυριάρχησε στην αρχιτεκτονική όλων των λαών. Αιγύπτιοι, Πέρσες, Ετρούσκοι και πολλοί άλλοι, δημιούργησαν στην αρχαιότητα κίονες σε διάφορους ρυθμούς. Τον ίδιο ενθουσιασμό για τον κίονα έδειξε σε κατοπινούς χρόνους και η ρωμαϊκή, βυζαντινή, μεσαιωνική αλλά και η σύγχρονη αρχιτεκτονική. Γιατί όμως ο μαρμάρινος ελληνικός κίονας στους τρεις τύπους του, επέδρασε περισσότερο όλων στην αισθητική μας, στην ιστορία της αρχιτεκτονικής και θεωρήθηκε «αρχέτυπο»;
Αν κοιτάξουμε έναν κορμό, ενός μόνο κίονα, χωρίς να προσέξουμε καν τη βάση του -που ενίοτε δεν υπήρχε- και χωρίς να εστιάσουμε στο λιτό -δωρικό, κομψό – ιωνικό ή το περίτεχνο – κορινθιακό κιονόκρανο, θα παρατηρήσουμε ότι είμαστε μπροστά σε ένα μοναδικό γλυπτό. Για την κατασκευή της απλής αυτής κολόνας, από απλά κομμάτια μάρμαρο, τους λεγόμενους «σπονδύλους», χρειαζόταν ιδιαίτερη τέχνη: Προκειμένου π.χ. να τονίζονται τα στοιχεία που δημιουργούν οι φωτοσκιάσεις, άλλαζε τόσο ο αριθμός των ραβδώσεων από 16 σε 20, όσο και το βάθος τους. Οι ραβδώσεις, για τον ίδιο λόγο, άλλοτε κατέληγαν σε γωνίες, άλλοτε είχαν καμπυλότητες, άλλοτε ήταν βαθύτερες στο πάνω μέρος, άλλοτε στο κάτω… Η διάμετρος της κορυφής έπρεπε να είναι μικρότερη της διαμέτρου της βάσης και ο κίονας έπρεπε να λεπταίνει και να «καμπυλώνει» όσο ανεβαίνει προς τον ουρανό. Χαρακτηριστικό του, είναι η ελαφρά κλίση του προς το κέντρο. Ο ναός δεν έπρεπε να σχηματίζει ένα απλό ορθογώνιο παραλληλόγραμμο, αλλά μια πυραμοειδή διάταξη… Κι ακόμη, για λόγους αισθητικής και οπτικής, η μακρύτερη πλευρά του ναού είχε τους διπλάσιους κίονες συν 1 της στενής πλευράς…
Αυτά που σημειώνουμε είναι ελάχιστα απ’ όσα ακόμη πιο θαυμαστά θ’ ανακαλύψει κανείς παρατηρώντας τον Παρθενώνα, το Θησείο και άλλους ναούς της Αθήνας, ή ερευνώντας την ιστορία της ελληνικής τέχνης…